-
1 εναπομασσω
атт. ἐναπομάττω напечатлевать, отпечатывать(ἐναπομάξαι τι, σφραγῖδες ἐναπομάττονται τοῖς κηροῖς Plut.)
; перен. запечатлевать(φαντασία ἐναπομεμαγμένη Sext.)
1 εναπομασσω
(ἐναπομάξαι τι, σφραγῖδες ἐναπομάττονται τοῖς κηροῖς Plut.)
; перен. запечатлевать(φαντασία ἐναπομεμαγμένη Sext.)